- σκόρδο
- ail
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκόρδο — σκόρδο, το και σκόροδο, το 1. είδος λαχανικού. 2. «σκόρδα!», λέγεται για να αποφευχτεί το μάτιασμα κυρίως των βρεφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
σκορδαλιά — η, Ν πολτώδες καρύκευμα από χτυπημένο σκόρδο, λάδι και ξίδι ή λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + ἀλιάδα* (< ιταλ. agliata < aglio «σκόρδο» < λατ. allium)] … Dictionary of Greek
σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… … Dictionary of Greek
άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… … Dictionary of Greek
αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] … Dictionary of Greek
μονόσκορδον — μονόσκορδον, τὸ (Α) 1. σκόρδο που φυτρώνει μόνο του, αυτοφυές 2. (κατ άλλη ερμ.) «μονὸν σκόρδον» ή μόνο με σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκόρδον] … Dictionary of Greek
νοθόσκορδο — το βοτ. γένος φυτών τής Αμερικής παρόμοιων με το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nothoscordum < νόθος + σκόρδο] … Dictionary of Greek
σκορδίλα — η, Ν οσμή σκόρδου και, κυρίως, η δυσώδης μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα ατόμου που έχει φάει σκόρδο, αλλ. σκορδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + κατάλ. ίλα (πρβλ. κρεατ ίλα)] … Dictionary of Greek
σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
σκόροδο — το / σκόροδον, ΝΜΑ το σκόρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόρδο] … Dictionary of Greek